σεμνομυθώ

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
σεμνολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -μυθῶ (< -μυθος < μῦθος), πρβλ. φιλομυθῶ].