πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
-έω, Ασεμνολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -μυθῶ (< -μυθος < μῦθος), πρβλ. φιλομυθῶ].