λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Full diacritics: σεσαρώς | Medium diacritics: σεσαρώς | Low diacritics: σεσαρώς | Capitals: ΣΕΣΑΡΩΣ |
Transliteration A: sesarṓs | Transliteration B: sesarōs | Transliteration C: sesaros | Beta Code: sesarw/s |
v. σαίρω¹.
σεσαρώς ptc. perf. van σέσηρα.
σεσᾱρώς: дор. = σεσηρώς.
σεσᾱρώς: Δωρ. ἀντὶ σεσηρώς, Ἐπικ. θηλ. σεσᾰρυῖα (ὡς τὸ ἀρᾰρυῖα).
σεσᾱρώς: Δωρ. αντί σεσηρώ, Επικ. θηλ. σεσᾰρυῖα.