σεσαρώς

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεσαρώς Medium diacritics: σεσαρώς Low diacritics: σεσαρώς Capitals: ΣΕΣΑΡΩΣ
Transliteration A: sesarṓs Transliteration B: sesarōs Transliteration C: sesaros Beta Code: sesarw/s

English (LSJ)

v. σαίρω¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεσαρώς ptc. perf. van σέσηρα.

Russian (Dvoretsky)

σεσᾱρώς: дор. = σεσηρώς.

Greek (Liddell-Scott)

σεσᾱρώς: Δωρ. ἀντὶ σεσηρώς, Ἐπικ. θηλ. σεσᾰρυῖα (ὡς τὸ ἀρᾰρυῖα).

Greek Monotonic

σεσᾱρώς: Δωρ. αντί σεσηρώ, Επικ. θηλ. σεσᾰρυῖα.