σιδήραιος

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
σιδηρούς, σιδερένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + κατάλ. -αιος (πρβλ. νόμαιος)].