σιδηροτρύπανον
From LSJ
English (LSJ)
[ῡ], τό, iron borer, Daimachus 4J.
German (Pape)
[Seite 880] τό, Eisenbohrer, Daimach. bei St. B. v. Λακεδαίμων.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροτρύπᾰνον: [ῡ], τό, τρύπανον ἐκ σιδήρου, ἢ δι’ οὗ τρυπᾶται ὁ σίδηρος, παρὰ Στεφ. Βυζ. ἴδε Λακεδαίμων.
Greek Monolingual
τὸ, Α
τρυπάνι κατασκευασμένο από σίδηρο ή τρυπάνι με το οποίο διατρυπάται ο σίδηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + τρύπανον (πρβλ. κεφαλοτρύπανον)].