Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιδηρόδρομος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

και σιδερόδρομος, ο, Ν
1. οδός επικοινωνίας στρωμένη με ζεύγος παράλληλων ράβδων, τών σιδηροτροχιών, πάνω στις οποίες κινείται ατμοκίνητη ή ηλεκτροκίνητη αμαξοστοιχία
2. συνεκδ. μεταφορικό μέσο, αμαξοστοιχία, τα οχήματα της οποίας κυλίονται με μεταλλικούς τροχούς πάνω σε ζεύγος σιδηροτροχιών, το τρένο
3. μτφ. λέξη με πολλές συλλαβές
4. στον πληθ. οι σιδηρόδρομοι
το σύνολο τών σιδηροδρομικών γραμμών και του τροχαίου υλικού ενός σιδηροδρομικού δικτύου, καθώς και τών εγκαταστάσεων και τών υπηρεσιών που το εξυπηρετούν («Σιδηρόδρομοι του Ελληνικού Κράτους»)
5. φρ. α) «οδοντωτός σιδηρόδρομος» — βλ. οδοντωτός
β) «αστικοί σιδηρόδρομοι» — το μετρό, οι τροχιόδρομοι και τα μονοτροχιακά συστήματα συγκοινωνίας
γ) «φορητοί σιδηρόδρομοι» ή «σύστημα ντεκωβίλ» — μέσο μεταφοράς φορτίων σε μικρές αποστάσεις, αποτελούμενο από στενή γραμμή περίπου 0, 60 μέτρων και μικρά βαγόνια που σύρονται από ηλεκτράμαξα ή ωθούνται με τη χρησιμοποίηση εργατικής δύναμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- / σιδερο- + δρόμος (πρβλ. αμαξόδρομος]. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].