Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιρόπι

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

και σορόπι, το, Ν
1. παχύρρευστο διάλυμα ζάχαρης ή μελιού σε νερό, που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και στη φαρμακευτική
2. φάρμακο σε υγρή μορφή με προσθήκη γλυκού διαλύματος
3. η μελάσσα του ζαχαροκάλαμου
4. καθετί που είναι πολύ γλυκό («τον έκανες σιρόπι τον καφέ»)
5. συν. στον πληθ. τα σιρόπια και σορόπια
γλυκερή συμπεριφορά και, ειδικότερα, ερωτικές τρυφερότητες
6. φρ. «τον πήραν τα σορόπια» — έβαλε τα κλάματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sirop < μεσολατ. sirupus < αραβ. sharāb «ποτό, χυμός, σιρόπι»].