σιτοκάπηλος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, dealer in corn, corn dealer, corn-dealer, corn-factor, PTeb.120.125 (i B.C.), Ap.Ty. ap. Philostr. VA1.15, Poll.7.18.
German (Pape)
[Seite 885] Getreidehändler, Poll. 7, 18.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοκάπηλος: -ον, ὁ ἐμπορευόμενος σῖτον, σιτέμπορος, Φιλόστρ. 19, Πολυδ. Ζ΄, 18.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο σιτέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. αρχαιοκάπηλος)].