σκάνταλος

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

ο / σκάνδαλος, ΝΑ
νεοελλ.
(κυρίως) παιδί που προκαλεί φασαρία, που δίνει αφορμές φιλονικίας ή ενόχλησης, πολύ ζωηρό, ταραξίας
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) εμπόδιο, κώλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον / σκάνταλο, με αλλαγή γένους].