σκίμπων

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίμπων Medium diacritics: σκίμπων Low diacritics: σκίμπων Capitals: ΣΚΙΜΠΩΝ
Transliteration A: skímpōn Transliteration B: skimpōn Transliteration C: skimpon Beta Code: ski/mpwn

English (LSJ)

v. σκίπων.

German (Pape)

[Seite 899] ωνος, ὁ, = σκίπων, σκήπων, Stab, Stütze; σκολιῷ σκίμπωνι χερὸς διερειδομένα, Eur. Hec. 65; Plut. Camill. 22; Schol. Ar. Vesp. 727.

Russian (Dvoretsky)

σκίμπων: ωνος ὁ Eur., Plut. v.l. = σκίπων.

Greek (Liddell-Scott)

σκίμπων: μεταγεν. τύπος τοῦ σκίπων, ἐνίοτε εἰσαγόμενος καὶ εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκίμων συγγραφέων.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
βλ. σκίπων.