σκαφιόκουρος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφιόκουρος Medium diacritics: σκαφιόκουρος Low diacritics: σκαφιόκουρος Capitals: ΣΚΑΦΙΟΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: skaphiókouros Transliteration B: skaphiokouros Transliteration C: skafiokouros Beta Code: skafio/kouros

English (LSJ)

σκαφιόκουρον, one with his hair cut in the fashion σκάφιον (A) II.1, Com.Adesp.34 D.

German (Pape)

[Seite 890] der sich ein σκάφιον scheeren läßt, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

σκαφιόκουρος: -ον, ὁ ἔχων τὴν κόμην του κεκαρμένην κατὰ τὸν τρόπον τὸν καλούμενον σκάφιον (ΙΙ), Φώτ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τα μαλλιά του κομμένα στο σχήμα που ονομάζεται σκάφιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφιον «σκυθικός τρόπος κουρέματος τών μαλλιών» + -κουρος (< κουρά), πρβλ. νεόκουρος].