σκαῦρος

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαῦρος Medium diacritics: σκαῦρος Low diacritics: σκαύρος Capitals: ΣΚΑΥΡΟΣ
Transliteration A: skaûros Transliteration B: skauros Transliteration C: skayros Beta Code: skau=ros

English (LSJ)

ὁ, Lat. scaurus, with deviating hoof, πόδες Hippiatr.14,104.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, lat. scaurus, mit hervorstehenden Knöcheln, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

σκαῦρος: ὁ, Λατιν. scaurus, ὁ ἔχων τὰ σφυρὰ προεξέχοντα, Ἱππιατρ. (Πρβλ. σκαιός).

Greek Monolingual

ο / σκαῡρος, ΝΜ
νεοελλ.
ζωολ. (σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης) γένος κολεόπτερων μελανόσωμων εντόμων
μσν.
(για άλογο) αυτός του οποίου τα σφυρά προεξέχουν, που έχει τις οπλές προς τα έξω, στρεβλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scaurus «στραβοπόδαρος»].