σκενδύλιον

From LSJ

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177

German (Pape)

[Seite 892] τό, dim. von σκενδύλη, Mathem. vett.

Greek Monolingual

τὸ, Α
λαβίδαὥστε δίχηλον γενέσθαι καθάπερ τῶν λεγομένων σκενδυλίων», Ήρων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκενδύλη, αχρ. τ. του σχενδύλη «λαβίδα»].