σκευότριψ

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευότριψ Medium diacritics: σκευότριψ Low diacritics: σκευότριψ Capitals: ΣΚΕΥΟΤΡΙΨ
Transliteration A: skeuótrips Transliteration B: skeuotrips Transliteration C: skevotrips Beta Code: skeuo/triy

English (LSJ)

ῐβος, ὁ, ἡ, (τρίβω) one who breaks vessels, Hdn.Gr.1.246.

German (Pape)

[Seite 894] ιβος, von Arcad. 94 ohne Erkl. angeführt.

Greek (Liddell-Scott)

σκευότριψ: -ῐβος, ὁ, ἡ, (τρίβω) ὁ συντρίβων σκεύη, Ἀρκάδ. 94.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που συντρίβει σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεύος + -τριψ (< τρίβω), πρβλ. αχυρότριψ].