σκιφίνιον

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐφίνιον Medium diacritics: σκιφίνιον Low diacritics: σκιφίνιον Capitals: ΣΚΙΦΙΝΙΟΝ
Transliteration A: skiphínion Transliteration B: skiphinion Transliteration C: skifinion Beta Code: skifi/nion

English (LSJ)

πλέγμα ἐκ φοίνικος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σκῐφίνιον: τό, καλάθιον ἐκ φύλλων φοίνικος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «πλέγμα ἐκ φοίνικος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος (βλ. λ. κίφος), πρβλ. και σκιφατόμος.