σκοτίδι

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek Monolingual

και σκοτείδι, το, Ν
1. σκότος, σκοτάδι («μαθαίνει τσι να πολεμού τη νύχτα στο σκοτείδι», Ερωτόκρ.)
2. μτφ. αφάνεια, μυστικότητα («να φανερώση το κουρφό απού 'ναι στο σκοτείδι», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος, -εος + υποκορ. κατάλ. -(ε)ίδι(ον), πρβλ. ταξ-(ε)ίδι].