σκουριάζω
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
Greek Monolingual
Ν
1. προκαλώ σκούριασμα, κάνω κάτι να καλυφθεί με σκουριά, οξειδώνω («το λεμόνι σκουριάζει τα μαχαιροπίρουνα»)
2. (αμτβ.) (για μέταλλα και μεταλλικά αντικείμενα) καλύπτομαι από σκουριά, οξειδώνομαι
3. φρ. «σκουριασμένες ιδέες»
μτφ. παμπάλαιες ιδέες, συντηρητικές, απηρχαιωμένες αντιλήψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκωριάζω < σκωρία. Το -ου- του τ. κατ' επίδραση του σκουριά].