σκωληκοκτόνος

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

-ο, Ν
αυτός που σκοτώνει σκουλήκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληκας + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.