σκόνη

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. πολύ μικρά μόρια στερεάς ύλης, κονιορτός («θωρούσι σκόνης σύννεφο στα ύψη σηκωμένο», Ερωτόκρ.)
2. ποσότητα κονιοποιημένου φαρμάκου, σκονάκι
3. φρ. α) «μ' έκανε σκόνη»
μτφ. μέ διέλυσε, μέ κατανίκησε
β) «ρίχνω σκόνη στα μάτια»
μτφ. εξαπατώ, ξεγελώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κόνις, με ανάπτυξη προθετικού σ- (πρβλ. βώλος: σβώλος)].