σκόπευσις
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
-εως, ἡ, look-out, Aq.Ho.5.1.
German (Pape)
[Seite 903] ἡ, das Spähen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σκόπευσις: -εως, ἡ, κατασκόπευσις, κατόπτευσις, παρατήρησις μετὰ προσοχῆς, Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ., Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 784.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'observer.
Étymologie: σκοπεύω.