σκώπευμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, = σκώψ (a dance in which the dancers mimicked an owl) 2, A.Fr.79.
German (Pape)
[Seite 909] τό, das in die Ferne Sehen, Lob. zu Phryn. p. 613. – Eine Art Tanz, Aesch. frg. 25. S. σκώψ.
Russian (Dvoretsky)
σκώπευμα: ατος τό σκώψ совиный танец (род пляски) Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
σκώπευμα: τό, = σκώψ (2)· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 73, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 613. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σχῆμα τῆς χειρὸς πρὸς τὸ μέτωπον τιθεμένης, ὥσπερ ἀποσκοπούντων».
Greek Monolingual
τὸ, Α
χορός κατά τον οποίο γινόταν μίμηση της γλαύκας, αλλ. σκώψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώψ, σκωπός, μέσω αμάρτυρου ρ. σκωπεύω].