σμήγμα

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

το / σμῆγμα, -ήγματος, ΝΑ σμήχω
νεοελλ.
1. βιολ. το έκκριμα τών σμηγματογόνων αδένων, μια ουσία που αποτελείται από μίγμα λιπών και κυτταρικών υπολειμμάτων
2. φυσιολ. λευκή φυραματώδης ουσία η οποία παράγεται από την έκκριση και την επιθηλιακή απολέπιση και η οποία συσσωρεύεται στις πτυχές τών εξωτ. γεννητικών οργάνων
3. (κτην.) καστανό ιξώδες προϊόν επιθηλιακής απολέπισης, το οποίο συσσωρεύεται στο εσωτερικό του κολεού του αρσενικού αλόγου
αρχ.
το σμῆμα («ταῖς περὶ αὐτὴν ἑταίραις εἰς σμῆγμα δοθῆναι», Πλούτ.).