Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
το, Ν1. ανάμιξη, ανακάτεμα («ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών», Σολωμ.)2. σμίξη, συνάντηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σμιξ- του αορ. έ-σμιξ-α του σμίγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].