σμοιός
English (LSJ)
ά, όν, Hdn. Gr. 1.109; σμοιῷ προσώπῳ Anon. (fort. A. Ag. 639, ubi στυγνῷ) ap. Hsch.; and σμοῖος, α, ον, Theognost. Can. 49, = σκυθρωπός; as pr. n., Ar. Ec. 846; also μοῖος and σμυός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 911] = σκυθρωπός, auch μοιός u. σμυός, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
σμοιός: -ή, -όν, Ἀρκάδ. 37, σμοῖος, α, ον, Θεόγνωστ. ἐν Ὀξων. Ἀνεκδ. 49, = σκυθρωπός· ὡσαύτως μοιός, σμυός, Γραμμ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χαλεπός, φοβερός, στυγνός».
Greek Monolingual
-ά, -όν και σμοῑος, -οία, -ον και σμυός, -ά, -όν και μοῖος, -οία, -ον, Α
1. σκυθρωπός
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλεπός, φοβερός, στυγνός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: Meaning doubtful, s. bel. (Hdn. Gr., H., Theognost.).
Other forms: also σμυός, μοιός (H.) = χαλεπός, φοβερός, στυγνός, σκυθρωπός.
Derivatives: PN Σμοῖος (Ar. Ek. 846)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Doubting supposition by Prellwitz s. v. (to Russ. smúryj darkgray, NHG. Schmutz etc.). - The variation points to a Pre-Greek word.
Frisk Etymology German
σμοιός: (Hdn. Gr., H., Theognost.),
{smoiós}
Meaning: auch σμυός, μοιός (H.) = χαλεπός, φοβερός, στυγνός, σκυθρωπός. PN Σμοῖος (Ar. Ek. 846).
Etymology: Unerklärt. Zögernde Vermutung von Prellwitz s. v. (zu russ. smúryj dunkelgrau, nhd. Schmutz u. a. m.).
Page 2,751