σορόπληκτος

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σορόπληκτος Medium diacritics: σορόπληκτος Low diacritics: σορόπληκτος Capitals: ΣΟΡΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: soróplēktos Transliteration B: soroplēktos Transliteration C: soropliktos Beta Code: soro/plhktos

English (LSJ)

σορόπληκτον, and σοροπλήξ, πλῆγος, ὁ, ἡ, = σοροδαίμων, Eust.1431.43.

Greek (Liddell-Scott)

σορόπληκτος: -ον, = σοροπλήξ, ὁ, ἡ, = σοροδαίμων, Εὐστ. 1431. 43.

Greek Monolingual

-ον, Α
σοροδαίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσόπληκτος, σιδηρόπληκτος].

German (Pape)

σοροδαίμων, Eust. 1431.43.