σουφρώνω

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

Ν
1. (μτβ. και αμτβ.) πτυχώνω, ζαρώνω, ρυτιδώνω
2. μτφ. κλέβω με επιτήδειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σούφρα. Η άποψη ότι ο τ. σουφρώνω < συνοφρυῶ / -ώνω δεν θεωρείται πιθανή].