σπάρσιμο

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

το, Ν
1. σπορά αγρού
2. σκόρπισμα, διασπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ- του σπείρω (πρβλ. σπαρτός) + κατάλ. -σιμο (πρβλ. πάρσιμο, φέρσιμο)].