σπαθίφυλλο
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
Greek Monolingual
το, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια αροΐδες της τάξης αρώδη και περιλαμβάνει 35 περίπου είδη πολυετών ριζωματωδών ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή του Μαλαϊκού Αρχιπελάγους και της τροπικής Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί + φύλλο (βλ. και λ. σπαθίνακας)].