σπειροφόρος

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπειροφόρος Medium diacritics: σπειροφόρος Low diacritics: σπειροφόρος Capitals: ΣΠΕΙΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: speirophóros Transliteration B: speirophoros Transliteration C: speiroforos Beta Code: speirofo/ros

English (LSJ)

ὁ, bearer of a σπεῖρον, i.e. garment of image of Artemis, Jahresh. 18 Beibl. 287 (Ephesus).

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών σπειριφεροειδών και έζησε από το σιλούριο ώς το πέρμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. spirifer < spir- (< σπείρα) + -fer (< λατ. fero «φέρω»)].
(II)
-ον, Α
αυτός που φορεί σπεῖρον, ένδυμα με παράσταση της Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος» + -φόρος (< φέρω)].