σπηλαιόβιος

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. (για άνθρωπο) αυτός που κατοικεί μέσα σε σπήλαια, τρωγλοδύτης
2. (για ζώο) αυτός που ζει μέσα σε σπήλαια, τρωγλόβιος
3. φρ. «σπηλαιόβια πανίδα»
βιολ. το σύνολο τών ζωικών οργανισμών που ζουν στα σπήλαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιο + -βιος (< βίος), πρβλ. υδρόβιος].