σπιθίζω

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

Ν
1. πετώ σπίθες, σπινθηρίζω
2. αναλάμπω, φέγγω
3. (για κρασί) είμαι αφρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπινθ- της λ. σπινθήρ, με αποβολή του -ν- + κατάλ. -ίζώ].