Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπιλάδα

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

η / σπιλάς, -άδος, ΝΑ, και σπιλιάδα και σπηλάδα και σπηλιάδα και σβιλάδα Ν
ισχυρή παροδική ριπή ανέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. κατα-σπιλάζω (< σπίλος [Ι] «κηλίδα»), το οποίο από σημ. «κηλιδώνω, λερώνω» εξελίχθηκε σε σημ. «εφορμώ βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το μαύρισμα του ουρανού κατά την ώρα της θύελλας].