σπιλάδα
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
Greek Monolingual
η / σπιλάς, -άδος, ΝΑ, και σπιλιάδα και σπηλάδα και σπηλιάδα και σβιλάδα Ν
ισχυρή παροδική ριπή ανέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. κατα-σπιλάζω (< σπίλος [Ι] «κηλίδα»), το οποίο από σημ. «κηλιδώνω, λερώνω» εξελίχθηκε σε σημ. «εφορμώ βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το μαύρισμα του ουρανού κατά την ώρα της θύελλας].