Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπιλώνω

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416

Greek Monolingual

σπιλῶ, -όω, ΝΜΑ σπίλος (Ι)]
μτφ. κηλιδώνω, λερώνω ηθικά, ατιμάζω (α. «σπιλώνει την τιμή της οικογένειάς της με τη συμπεριφορά της» β. «ἡ γλῶσσα... ἡ σπιλοῦσα ὅλον τὸ σῶμα», ΚΔ)
αρχ.
1. προξενώ κηλίδες, λερώνωεἶδος σπιλωθὲν χρώμασι διηλλαγμένοις», Λουκιαν.)
2. σημειώνω με στίγματα («μέλανι συνθήματι τὸ ὑπὲρ πῆχυν ἐσπίλωτο», Ηλιόδ.).