σπινίδιον
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
τό, Dim. of σπίνος 1, Ar. Fr. 387.7.
German (Pape)
[Seite 922] τό, dim. von σπίνος, Vögelchen oder Finkchen, Ar. frg. 344, 7.
Russian (Dvoretsky)
σπῐνίδιον: (ῐδ) τό небольшой зяблик, по по друг. чижик Arph.
Greek (Liddell-Scott)
σπῐνίδιον: [ῐδ], τό, ὑποκορ. οῦ σπίνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 344. 7· ὡσαύτως σπινίον, τό, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14.