σπληνίτης

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπληνίτης Medium diacritics: σπληνίτης Low diacritics: σπληνίτης Capitals: ΣΠΛΗΝΙΤΗΣ
Transliteration A: splēnítēs Transliteration B: splēnitēs Transliteration C: splinitis Beta Code: splhni/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A of or due to the spleen, ὑδρωπισμός Diocl.Fr.47: fem. σπληνῖτης, ιδος, ἡ, φλέψ a bloodvessel of the spleen, Diog.Apoll.6, Hp.Morb.1.26, Ruf.Onom. 200.
II disease of the spleen, οἱ παλαιοί ap.Gal.18(1).145.

German (Pape)

[Seite 922] ὁ, fem. σπληνῖτις, von der Milz; φλέψ, Milzblutader, Arist. H. A. 3, 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που ανήκει στη σπλήνα ή προέρχεται από αυτήν («σπληνίτης ὑδρωπισμός», Διοκλ. Καρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός + επίθημα -ίτης (πρβλ. σιαγονίτης)].