σπληνῖτις
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
σπληνῖτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν σπλῆνα, φλὲψ σπλ., αἱματοφόρον τι ἀγγεῖον τοῦ σπληνός, Συέννεσ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7, Ροῦφος.
German (Pape)
fem. zu σπληνίτης.
Russian (Dvoretsky)
σπληνῖτις: ῐδος adj. f селезеночный (φλέψ Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπληνῖτις -ιδος, ἡ [σπλήν] van de milt, milt-.