στάμνα
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
η, Ν
1. μέτριου μεγέθους πήλινο αγγείο για υγρά και ιδίως για νερό, με λαιμό στενό και κοντό και με μία ή δύο λαβές
2. παροιμ. «πολλές φορές πάει η στάμνα στη βρύση [ή για νερό]» — μπορεί να ενεργήσει ριψοκίνδυνα ή απερίσκεπτα κανείς πολλές φορές, αλλά κάποτε θα έχει αποτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του αρχ. στάμνος, με αλλαγή γένους].