στίλψις
From LSJ
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
English (LSJ)
-εως, ἡ, (στίλβω) shining, glittering, Tz.H.10.330, al.
German (Pape)
[Seite 944] εως, ἡ, das Glänzen, Schol. Lycophr. 249.
Greek (Liddell-Scott)
στίλψις: -εως, ἡ, (στίλβω) λάμψις, ἀκτινοβολία, «γυάλισμα», Ὠριγέν., Τζέτζ.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ στίλβω
λάμψη, στιλπνότητα.