σταδιοδρομία

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

ἡ, ΝΑ σταδιοδρόμος
νεοελλ.
επαγγελματική απασχόληση, προσπάθεια για διάκριση στον επαγγελματικό, πολιτικό, επιστημονικό ή άλλο τομέα, στάδιο («έκανε λαμπρή πολιτική σταδιοδρομία»)
αρχ.
ο αγώνας δρόμου στο στάδιο.