σταφιδάμπελος

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source

Greek Monolingual

η, και σταφιδάμπελο, το, Ν
βοτ.
1. ονομασία για τις ποικιλίες αμπελιού τών οποίων ο καρπός, όταν ξηρανθεί, γίνεται η σταφίδα
2. κοινή ονομασία της άσπερμης ποικιλίας αμπελιού Vitis vinifera var. apugrena.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + άμπελος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].