τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword
ης (ἡ) :ion. c. στεῖρα¹.
ἡ, Αβλ. στείρα.
στείρη: ἡ эп.-ион. = στεῖρα I.
στείρη Ion. voor στεῖρα.