στεατίτης

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεατίτης Medium diacritics: στεατίτης Low diacritics: στεατίτης Capitals: ΣΤΕΑΤΙΤΗΣ
Transliteration A: steatítēs Transliteration B: steatitēs Transliteration C: steatitis Beta Code: steati/ths

English (LSJ)

v. στεάτινος.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ
νεοελλ.
βασικό πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου που αποτελεί συμπαγή μορφή του τάλκη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «στεάτινος, πίων, σταίτινος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος + επίθημα -ίτης (πρβλ. σταφυλίτης)].