στερεόδερμος

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεόδερμος Medium diacritics: στερεόδερμος Low diacritics: στερεόδερμος Capitals: ΣΤΕΡΕΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: stereódermos Transliteration B: stereodermos Transliteration C: stereodermos Beta Code: stereo/dermos

English (LSJ)

στερεόδερμον, with hard skin or coat, Sch.Nic.Th. 376.

German (Pape)

[Seite 936] mit fester Haut, Schol. Nic. Th. 376.

Greek (Liddell-Scott)

στερεόδερμος: -ον, ὁ ἔχων στερεὸν δέρμα, σκληρόν, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 376.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σκληρό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + δέρμα].