ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
-ή, -ο, Ν
1. αυτός που έρχεται από την στεριά («στεριανό αεράκι»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο στεριανός και η στεριανή
αυτός που ζει στην στεριά, σε αντιδιαστολή με τον ναυτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεριά + κατάλ. -ανός (πρβλ. χωριανός)].