στηθούρι

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source

Greek Monolingual

το, Ν
η γύρω από το στέρνο σάρκα πτηνών και άλλων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάλ. -ούρι (πρβλ. καλαθούρι)].