στρήνος
From LSJ
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
Greek Monolingual
και στρῖνος, ὁ, ΜΑ, και ως ουδ. στρήνεος, τὸ, Α
ακολασία
αρχ.
1. υπερηφάνεια, αλαζονεία
2. θερμή επιθυμία, πόθος («στρῆνος μόρου», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ουσιαστικός τ. του επιθ. στρηνής].