στραβολαιμιάζω
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
Ν στραβολαίμης
1. στραβώνω τον λαιμό κάποιου, τον πιάνω και του στρίβω τον αυχένα προς μία πλευρά
2. γίνομαι στραβολαίμης από τη συχνή ή πολύωρη στροφή του λαιμού προς την ίδια κατεύθυνση ή από ψύξη
3. πάσχω από συγγενή δυσμορφία του κεφαλιού και του λαιμού.