στριγγλίζω

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737

Greek Monolingual

και στριγκλίζω και στριγλίζω Ν
1. φέρομαι σαν στρίγγλα, είμαι δύστροπος, μοχθηρός
2. κραυγάζω με οξεία και διαπεραστική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρίγγλα (βλ. και λ. στριγγίζω, στρίγξ)].