Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
και στριγκλίζω και στριγλίζω Ν1. φέρομαι σαν στρίγγλα, είμαι δύστροπος, μοχθηρός2. κραυγάζω με οξεία και διαπεραστική φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρίγγλα (βλ. και λ. στριγγίζω, στρίγξ)].