στροβανίσκος

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροβανίσκος Medium diacritics: στροβανίσκος Low diacritics: στροβανίσκος Capitals: ΣΤΡΟΒΑΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: strobanískos Transliteration B: strobaniskos Transliteration C: strovaniskos Beta Code: strobani/skos

English (LSJ)

ὁ, tripod, Hsch.

German (Pape)

[Seite 954] ὁ, = τρίπους, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στροβανίσκος: ὁ, τρίπους, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) τρίποδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. στρόβος.