στρωσίδι
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Greek Monolingual
το / στρωσίδιον, ΝΜ στρῶσις
κομμάτι από χοντρό μάλλινο ύφασμα τετράγωνου ή ορθογώνιου σχήματος που καλύπτει το δάπεδο, χαλί, τάπητας
νεοελλ.
1. κάλυμμα κρεβατιού, κλινοσκέπασμα
2. διακοσμητικό επικάλυμμα επίπλων.